- νεογενής
- ης, ες1) новорождённый; 2) геол третичный;
νεογενής υποδιάπλασις — третичный период кайнозойской эры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεογενής υποδιάπλασις — третичный период кайнозойской эры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεογενής — new born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογενής — ές (ΑΜ νεογενής, Α δωρ. τ. νεαγενής και νειηγενής και ποιητ. τ. νεηγε νής, ές) 1. αυτός που έχει γεννηθεί πρόσφατα, νεογέννητος 2. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινούργιος («νεογενῆ κηρία», Αλκίφρ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει εμφανιστεί,… … Dictionary of Greek
νεογενῆ — νεογενής new born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νεογενής new born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νεογενής new born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογενεῖ — νεογενής new born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νεογενής new born masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογενεῖς — νεογενής new born masc/fem acc pl νεογενής new born masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογενές — νεογενής new born masc/fem voc sg νεογενής new born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογενοῦς — νεογενής new born masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογενέας — νεογενής new born masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογενέσι — νεογενής new born masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογενέσιν — νεογενής new born masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογενῶν — νεογενής new born masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)